- οὔρισμα
- οὔρισμα, ατος, τό, [dialect] Ion. for ὅρισμα,A boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ούρισμα — οὔρισμα, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. όρισμα … Dictionary of Greek
οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρισμα — το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω] νεοελλ. φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού» μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού… … Dictionary of Greek
οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)